- τυροβούτυρο
- το, Νείδος βουτύρου που παράγεται από το λίπος το οποίο διαφεύγει στο τυρόγαλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… … Dictionary of Greek